πολυκαγκέα

πολυκαγκέα
πολυκαγκής
parching
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
πολυκαγκής
parching
masc/fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυκαγκής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που ξηραίνει, που στεγνώνει πολύ («τῷ δ ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν», Ομ.ιλ.) 2. φλογερός 3. πολύ ξηρός, κατάστεγνος («πολυκαγκής χώρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καγκής < θ. καγκ της λ. κάγκανος «ξηρός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”